υπερωρίμα(ν)ση

υπερωρίμα(ν)ση
η, Ν
(γεωπον.) βιολογικό φαινόμενο που ακολουθεί το στάδιο τής ωρίμασης σε ένα φυτό ή σε μια καλλιέργεια που δεν έχει συγκομιστεί, κν. παραγίνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερωριμάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. surmaturation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερωρίμα(ν)ση — η η υπερβολική ωρίμανση, το παραμέστωμα, το παραγίνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερώριμος, -η — ο 1. ο υπερβολικά ώριμος, ο παραγινωμένος, ο παραμεστωμένος: Υπερώριμα φρούτα. 2. (για πρόσωπα), αυτός που ξεπέρασε το στάδιο της ωριμότητας: Τα 55 είναι υπερώριμη ηλικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”